- τρίτᾳ
- τρίται , τρίτοςthirdfem nom/voc plτρίτᾱͅ , τρίτοςthirdfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίτα — τρίτος third neut nom/voc/acc pl τρίτᾱ , τρίτος third fem nom/voc/acc dual τρίτᾱ , τρίτος third fem nom/voc sg (doric aeolic) τρίτᾱ , τριτάω when three days old pres imperat act 2nd sg τρίτᾱ , τριτάω when three days old imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίταν — τρίτᾱν , τρίτος third fem acc sg (doric aeolic) τρίτᾱν , τριτάω when three days old imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τρίτᾱν , τριτάω when three days old imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίτας — τρίτᾱς , τρίτος third fem acc pl τρίτᾱς , τρίτος third fem gen sg (doric aeolic) τρίτᾱς , τριτάω when three days old imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίτ' — τρίτα , τρίτος third neut nom/voc/acc pl τρίτε , τρίτος third masc voc sg τρίται , τρίτος third fem nom/voc pl τρίτᾱͅ , τρίτος third fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
δίμερα — τα (Μ δίμερα, Α δίμερος, ον) μσν. νεοελλ. τα δύο τρίτα τού συνόλου αρχ. αυτός που αποτελείται από τα δύο τρίτα τού συνόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. δίμερος < δι * + μέρος] … Dictionary of Greek
δίμοιρο — το (Α δίμοιρος, ον Μ δίμοιρον, το) το ουδ. ως ουσ. το δίμοιρο(ν) τα δύο τρίτα ενός συνόλου αρχ. α) το μισό τής δραχμής β) το μισό τής λίτρας αρχ. επίθ. δίμοιρος, ον 1. διαιρεμένος στα δύο 2. φρ. δίμοιρον ή «δίμοιρον ἔπους» ή «δίμοιρον ἐπικόν» το… … Dictionary of Greek
επιδιμερής — ές (AM ἐπιδιμερής, ές) αυτός που περιλαμβάνει μια ακέραιη μονάδα και δύο τρίτα, δηλ. 5 / 3 νεοελλ. φρ. (στην εκκλησιαστική και δημοτική μουσική) «επιδιμερής λόγος» ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος τής «διὰ ἓξ» μείζονος συμφωνίας προς το μήκος… … Dictionary of Greek
τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη … Dictionary of Greek